δειλόψυχος: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[pusilánime]], [[de poco ánimo]] τινες LXX 4<i>Ma</i>.8.16, ἡ [[γυνή]] LXX 4<i>Ma</i>.16.5. | |dgtxt=-ον<br />[[pusilánime]], [[de poco ánimo]] τινες LXX 4<i>Ma</i>.8.16, ἡ [[γυνή]] LXX 4<i>Ma</i>.16.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δειλόψυχος]], -ον)<br />αυτός που έχει δειλή [[ψυχή]], [[λιγόψυχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fainthearted, LXX 4 Ma.8.16.
German (Pape)
[Seite 537] von furchtsamer Seele, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δειλόψῡχος: -ον, ὀλιγόψυχος, δειλός, Ἰώσηπ. Μακκ. 8. 16.
Spanish (DGE)
-ον
pusilánime, de poco ánimo τινες LXX 4Ma.8.16, ἡ γυνή LXX 4Ma.16.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δειλόψυχος, -ον)
αυτός που έχει δειλή ψυχή, λιγόψυχος.