δεσμώ: Difference between revisions

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
(9)
(No difference)

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
(AM δεσμῶ, -έω) δεσμός
φρ. «τὸ δεσμεῑν τε καὶ λύειν» — το δικαίωμα τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν άφεση αμαρτιών
νεοελλ.
φρ. «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» — εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του
αρχ.-μσν.
δένω κάποιον με δεσμά
αρχ.
(για άρθρωση) πάσχω από αγκύλωση.———————— (II)
δεσμῶ (-όω) (AM)
βλ. δεσμώνω.