δεράς: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(Bailly1_1)
(9)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[δειράς]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[δειράς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δεράς]] (-[[άδος]]), η (Α)<br />η [[δειράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εσφαλμένος [[τύπος]] [[αντί]] του [[δειράς]]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 548] άδος, ἡ, = δειράς, nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.

Greek (Liddell-Scott)

δεράς: -άδος, ἡ, = δειράς, ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
c. δειράς.

Greek Monolingual

δεράς (-άδος), η (Α)
η δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τύπος αντί του δειράς].