δημοκόπος: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[captador del favor popular]], [[demagogo]] ἀρέσαντες ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς ἢ καὶ δημοκόποις Phld.<i>Adul</i>.5.4G., δ. καὶ πονηρός D.H.5.65, cf. 6.27, 7.15, τῶν δὲ δημοκόπων ἀνασειόντων τὰ πλήθη D.S.18.10, δ. καὶ [[δημηγόρος]] Ph.2.47, Διονύσιοι δημοκόποι Ph.2.520, γνώμη ... ἦν ... Τερεντίου δ', οἷα δημοκόπου App.<i>Hann</i>.18. | |dgtxt=-ου, ὁ [[captador del favor popular]], [[demagogo]] ἀρέσαντες ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς ἢ καὶ δημοκόποις Phld.<i>Adul</i>.5.4G., δ. καὶ πονηρός D.H.5.65, cf. 6.27, 7.15, τῶν δὲ δημοκόπων ἀνασειόντων τὰ πλήθη D.S.18.10, δ. καὶ [[δημηγόρος]] Ph.2.47, Διονύσιοι δημοκόποι Ph.2.520, γνώμη ... ἦν ... Τερεντίου δ', οἷα δημοκόπου App.<i>Hann</i>.18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[δημοκόπος]])<br />ο [[δημαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, demagogue, D.H.5.65, D.S.18.10, Ph.2.47, etc.
German (Pape)
[Seite 563] ὁ, Volksschmeichler, der die Gunst des Volkes auf jede Weise zu erhaschen sucht, Dion. Hal. 5, 65 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δημοκόπος: ὁ, δημαγωγός,Διον.Ἁλ. 5. 65· πρβλ. διξοκόπος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui capte la faveur populaire, démagogue.
Étymologie: δῆμος, κόπτω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ captador del favor popular, demagogo ἀρέσαντες ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α] στευτικοῖς ἢ καὶ δημοκόποις Phld.Adul.5.4G., δ. καὶ πονηρός D.H.5.65, cf. 6.27, 7.15, τῶν δὲ δημοκόπων ἀνασειόντων τὰ πλήθη D.S.18.10, δ. καὶ δημηγόρος Ph.2.47, Διονύσιοι δημοκόποι Ph.2.520, γνώμη ... ἦν ... Τερεντίου δ', οἷα δημοκόπου App.Hann.18.
Greek Monolingual
ο (Α δημοκόπος)
ο δημαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κοπος < κόπτω.