διασκορπισμός: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[dispersión]] ὁ δ. ὑμῶν ἐν ταῖς χώραις LXX <i>Ez</i>.6.8, ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἔσεσθε εἰς κατάραν καὶ εἰς διασκορπισμόν <i>T.Leu</i>.16.5<br /><b class="num">•</b>[[desaparición]] φεύγοντας δὲ αὐτοὺς καὶ εἰς τὰ ὀπίσω χωροῦντας δ. λήψεται Eus.M.23.297B, cf. 684C.<br /><b class="num">2</b> [[confusión]], [[desorden]] ὑπὸ διασκορπισμὸν τὰ τῆς φορολογίας ἄγειν <i>PTeb</i>.24.55 (II a.C.).
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[dispersión]] ὁ δ. ὑμῶν ἐν ταῖς χώραις LXX <i>Ez</i>.6.8, ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἔσεσθε εἰς κατάραν καὶ εἰς διασκορπισμόν <i>T.Leu</i>.16.5<br /><b class="num">•</b>[[desaparición]] φεύγοντας δὲ αὐτοὺς καὶ εἰς τὰ ὀπίσω χωροῦντας δ. λήψεται Eus.M.23.297B, cf. 684C.<br /><b class="num">2</b> [[confusión]], [[desorden]] ὑπὸ διασκορπισμὸν τὰ τῆς φορολογίας ἄγειν <i>PTeb</i>.24.55 (II a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[διασκορπισμός]])<br />[[διασκόρπιση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύγχυση]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκορπισμός Medium diacritics: διασκορπισμός Low diacritics: διασκορπισμός Capitals: ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diaskorpismós Transliteration B: diaskorpismos Transliteration C: diaskorpismos Beta Code: diaskorpismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A scattering, dispersal, LXX Ez.6.8, al.; confusion, τῆς φορολογίας PTeb.24.55 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 602] ὁ, die Zerstreuung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

διασκορπισμός: ὁ, διασκόρπισις, διασπορά, Ἑβδ. (Ἐζεκ. Ϛʹ, 8 κ. ἀλλ.), καὶ διασκόρπισις, ἡ, Ν. Χων σ. 120. 3 (Βόνν.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 dispersión ὁ δ. ὑμῶν ἐν ταῖς χώραις LXX Ez.6.8, ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἔσεσθε εἰς κατάραν καὶ εἰς διασκορπισμόν T.Leu.16.5
desaparición φεύγοντας δὲ αὐτοὺς καὶ εἰς τὰ ὀπίσω χωροῦντας δ. λήψεται Eus.M.23.297B, cf. 684C.
2 confusión, desorden ὑπὸ διασκορπισμὸν τὰ τῆς φορολογίας ἄγειν PTeb.24.55 (II a.C.).

Greek Monolingual

ο (Α διασκορπισμός)
διασκόρπιση
αρχ.
σύγχυση.