διασμύχω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(big3_11)
(9)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[quemar]], [[consumir lentamente o a fuego lento]] (πῦρ) διασμύχει ... τὰ παρακείμενα Gr.Nyss.M.44.1288A, cf. <i>Hom.in Cant</i>.72.2, de la fiebre [[ἔνδοθεν]] ἔτι τὸ σῶμα τοῦ πυρετοῦ διασμύχοντος Gr.Nyss.M.46.1132A, fig. τοῦ πένθους οἱονεὶ πυρός τινος [[ἔνδοθεν]] αὐτῶν τὰς ψυχὰς διασμύχοντος Gr.Nyss.<i>V.Macr</i>.400.8, cf. M.46.84C.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[consumirse]], [[arder lentamente]] πῦρ διασμυχόμενον Ph.2.143.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[quemar]], [[consumir lentamente o a fuego lento]] (πῦρ) διασμύχει ... τὰ παρακείμενα Gr.Nyss.M.44.1288A, cf. <i>Hom.in Cant</i>.72.2, de la fiebre [[ἔνδοθεν]] ἔτι τὸ σῶμα τοῦ πυρετοῦ διασμύχοντος Gr.Nyss.M.46.1132A, fig. τοῦ πένθους οἱονεὶ πυρός τινος [[ἔνδοθεν]] αὐτῶν τὰς ψυχὰς διασμύχοντος Gr.Nyss.<i>V.Macr</i>.400.8, cf. M.46.84C.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[consumirse]], [[arder lentamente]] πῦρ διασμυχόμενον Ph.2.143.
}}
{{grml
|mltxt=[[διασμύχω]] (Α)<br />[[κρυφοκαίω]], [[κουφοκαίω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 602] durchschmauchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασμύχω: ἐπιτεταμ. σμύχω, εἰ πῦρ ἀχύροις ὑποκρυφθείη τέως μὲν ἔνδοθεν διασμύχει τῇ καύσει τὰ παρακείμενα, φλὸξ δὲ κατὰ τὸ φαινόμενον οὐκ ἐκδίδοται Γρηγ. Νύσσ. 1 σ. 826D· τοῦ πένθους οἱονεὶ πυρός τινος ἔνδοθεν αὐτῶν τὰς ψυχὰς διασμύχοντος αὐτόθι 2, σ. 196. ‒ Παθ., πῦρ διασμυχόμενον Φίλων 2. 143.

Spanish (DGE)

1 quemar, consumir lentamente o a fuego lento (πῦρ) διασμύχει ... τὰ παρακείμενα Gr.Nyss.M.44.1288A, cf. Hom.in Cant.72.2, de la fiebre ἔνδοθεν ἔτι τὸ σῶμα τοῦ πυρετοῦ διασμύχοντος Gr.Nyss.M.46.1132A, fig. τοῦ πένθους οἱονεὶ πυρός τινος ἔνδοθεν αὐτῶν τὰς ψυχὰς διασμύχοντος Gr.Nyss.V.Macr.400.8, cf. M.46.84C.
2 intr. en v. med. consumirse, arder lentamente πῦρ διασμυχόμενον Ph.2.143.

Greek Monolingual

διασμύχω (Α)
κρυφοκαίω, κουφοκαίω.