διαταμιεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[administrar]] παρέδομεν ταῖς γυναιξὶν διαταμιεύειν τε καὶ κερκίδων ἄρχειν Pl.<i>Lg</i>.805e, en v.med. mismo sent. πράττω διαταμιευόμενος καὶ κελεύων φείδεσθαι τοὺς οἰκέτας Lib.<i>Ep</i>.50.<br /><b class="num">2</b> sólo en v. med. [[almacenar]] (τὸ ὕδωρ) dicho de la tierra, Pl.<i>Criti</i>.111d.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[administrar]] παρέδομεν ταῖς γυναιξὶν διαταμιεύειν τε καὶ κερκίδων ἄρχειν Pl.<i>Lg</i>.805e, en v.med. mismo sent. πράττω διαταμιευόμενος καὶ κελεύων φείδεσθαι τοὺς οἰκέτας Lib.<i>Ep</i>.50.<br /><b class="num">2</b> sólo en v. med. [[almacenar]] (τὸ ὕδωρ) dicho de la tierra, Pl.<i>Criti</i>.111d.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαταμιεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φυλάγω]] στο [[ταμείο]] και [[διαχειρίζομαι]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[αποταμιεύω]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατᾰμιεύω Medium diacritics: διαταμιεύω Low diacritics: διαταμιεύω Capitals: ΔΙΑΤΑΜΙΕΥΩ
Transliteration A: diatamieúō Transliteration B: diatamieuō Transliteration C: diatamieyo Beta Code: diatamieu/w

English (LSJ)

   A manage, dispense, Pl.Lg.805e:—Med., store, husband, Id.Criti.111d.

German (Pape)

[Seite 605] verwalten, χρήματα Plat. Legg. VII, 805 e. – Auch med., Plat. Critia. 111 d.

Greek (Liddell-Scott)

διαταμιεύω: φυλάττω ἐν ταμείῳ, οἰκονομῶ, Πλάτ. Νόμ. 805Ε· καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. Κριτί. 111D.

Spanish (DGE)

1 administrar παρέδομεν ταῖς γυναιξὶν διαταμιεύειν τε καὶ κερκίδων ἄρχειν Pl.Lg.805e, en v.med. mismo sent. πράττω διαταμιευόμενος καὶ κελεύων φείδεσθαι τοὺς οἰκέτας Lib.Ep.50.
2 sólo en v. med. almacenar (τὸ ὕδωρ) dicho de la tierra, Pl.Criti.111d.

Greek Monolingual

διαταμιεύω (Α)
1. φυλάγω στο ταμείο και διαχειρίζομαι
2. (-ομαι) αποταμιεύω.