διεισδύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(9)
(No difference)

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek Monolingual

διεισδύω και διεισδύνω) εισδύω
εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το
νεοελλ.
1. κρύβομαι, τρυπώνω
2. εμβαθύνω.