δίζυγος: Difference between revisions
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
(big3_11) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δίζῠγος) -ον<br />[[doble]] δίζυγον ... μέλος χαλκόκροτον Nonn.<i>D</i>.15.55, ἰχθύος ... δ. οὐρή Nonn.<i>D</i>.39.330. | |dgtxt=(δίζῠγος) -ον<br />[[doble]] δίζυγον ... μέλος χαλκόκροτον Nonn.<i>D</i>.15.55, ἰχθύος ... δ. οὐρή Nonn.<i>D</i>.39.330. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (AM [[δίζυγος]], -ον)<br />[[διπλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο ζυγούς<br /><b>2.</b> «δίζυγον πυρ» — [[πυρά]] που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[δίζυγο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = δίζυξ, μέλος, οὐρή, Nonn.D.15.55, 39.330.
Spanish (DGE)
(δίζῠγος) -ον
doble δίζυγον ... μέλος χαλκόκροτον Nonn.D.15.55, ἰχθύος ... δ. οὐρή Nonn.D.39.330.
Greek Monolingual
-ο (AM δίζυγος, -ον)
διπλός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει δύο ζυγούς
2. «δίζυγον πυρ» — πυρά που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίζυγο.