δικολύμης: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῐκολύμης) -ου<br />[[que hace daño con los pleitos]], [[que persigue con pleitos]], como sinón de [[sicofanta]] [[ἄνθρωπος]] <i>Com.Adesp</i>.591. | |dgtxt=(δῐκολύμης) -ου<br />[[que hace daño con los pleitos]], [[que persigue con pleitos]], como sinón de [[sicofanta]] [[ἄνθρωπος]] <i>Com.Adesp</i>.591. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δικολύμης]], ο (Α)<br />αυτός που λυμαίνεται τις δίκες, ο [[συκοφάντης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> [[λυμαίνομαι]] «[[τροποποιώ]], [[καταστρέφω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιχθυολύμης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ου, ὁ,
A one who destroys by lawsuits, Com.Adesp. 859.
German (Pape)
[Seite 629] ὁ, nach B. A. p. 35 ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, Sykophant.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκολύμης: [υ], -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, ὁ συκοφάντης, Κωμ. (Meineke Ἀποσπ. 4. 664).
Spanish (DGE)
(δῐκολύμης) -ου
que hace daño con los pleitos, que persigue con pleitos, como sinón de sicofanta ἄνθρωπος Com.Adesp.591.
Greek Monolingual
δικολύμης, ο (Α)
αυτός που λυμαίνεται τις δίκες, ο συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + λυμαίνομαι «τροποποιώ, καταστρέφω (πρβλ. ιχθυολύμης)].