διεκθλίβω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ φῶς τὸ ἄδυτον καὶ ἀνέσπερον → undimmed and unsetting light

Source
(big3_11)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=fig. [[oprimir]] en v. pas. ἡμᾶς διὰ τῆς ... ἐπιπόνου ὁδοῦ διεκθλιβομένους Ps.Caes.211.11.
|dgtxt=fig. [[oprimir]] en v. pas. ἡμᾶς διὰ τῆς ... ἐπιπόνου ὁδοῦ διεκθλιβομένους Ps.Caes.211.11.
}}
{{grml
|mltxt=[[εκθλίβω]]<br />[[αναγκάζω]] [[κάτι]] με [[πίεση]] να περάσει [[μέσα]] από [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 29 September 2017

Spanish (DGE)

fig. oprimir en v. pas. ἡμᾶς διὰ τῆς ... ἐπιπόνου ὁδοῦ διεκθλιβομένους Ps.Caes.211.11.

Greek Monolingual

εκθλίβω
αναγκάζω κάτι με πίεση να περάσει μέσα από κάτι άλλο.