διόσπυρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_14)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διόσπυρος''': ὁ, ἢ -ον, τό, [[ὀπώρα]] ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3.
|lstext='''διόσπυρος''': ὁ, ἢ -ον, τό, [[ὀπώρα]] ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3.
}}
{{grml
|mltxt=ο<br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[εβενίδες]]<br />τα γνωστότερα είδη που φύονται ή καλλιεργούνται στην [[Ελλάδα]] [[είναι]] ο Diospyros lotus και ο Diospyros kaki, o [[λωτός]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

διόσπυρος: ὁ, ἢ -ον, τό, ὀπώρα ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3.

Greek Monolingual

ο
γένος φυτών της οικογένειας εβενίδες
τα γνωστότερα είδη που φύονται ή καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι ο Diospyros lotus και ο Diospyros kaki, o λωτός.