δμώϊος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
(Bailly1_2)
(9)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’esclave, servile.<br />'''Étymologie:''' [[δμώς]].
|btext=ος, ον :<br />d’esclave, servile.<br />'''Étymologie:''' [[δμώς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δμώιος]], -ον (Α)<br />[[δουλικός]] («δμώιον [[βρέφος]]» — δουλάκι, [[βρέφος]] δούλων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιο και μτγν. επίθ. του [[δμως]]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 650] ον, knechtisch; βρέφος, des Sclaven, Antp. Sid. 103 (IX, 407).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’esclave, servile.
Étymologie: δμώς.

Greek Monolingual

δμώιος, -ον (Α)
δουλικός («δμώιον βρέφος» — δουλάκι, βρέφος δούλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο και μτγν. επίθ. του δμως].