δορατοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δορᾰτοφόρος) -ον<br />[[que lleva lanza]] Βρόμιε δορατοφόρ' ref. a Ares <i>Lyr.Adesp</i>.109 (b), cf. LXX 1<i>Pa</i>.12.25, (τὸ μὲν [[εἶδος]] ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεται Ascl.<i>Tact</i>.1.3, cf. Arr.<i>Tact</i>.4.2.
|dgtxt=(δορᾰτοφόρος) -ον<br />[[que lleva lanza]] Βρόμιε δορατοφόρ' ref. a Ares <i>Lyr.Adesp</i>.109 (b), cf. LXX 1<i>Pa</i>.12.25, (τὸ μὲν [[εἶδος]] ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεται Ascl.<i>Tact</i>.1.3, cf. Arr.<i>Tact</i>.4.2.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[δορατοφόρος]], -ον)<br />ο [[δορυφόρος]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορᾰτοφόρος Medium diacritics: δορατοφόρος Low diacritics: δορατοφόρος Capitals: ΔΟΡΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: doratophóros Transliteration B: doratophoros Transliteration C: doratoforos Beta Code: doratofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A = δορυφόρος, Lyr.Adesp.108, LXX 1 Ch.12.24, Ascl.Tact.1.3, etc.

German (Pape)

[Seite 658] = δορυφόρος, Dion. Hal. C. V. p. 107, 1 u. Sp., wie Arr.

Greek (Liddell-Scott)

δορᾰτοφόρος: -ον, = δορυφόρος, Ποιητ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 17.

Spanish (DGE)

(δορᾰτοφόρος) -ον
que lleva lanza Βρόμιε δορατοφόρ' ref. a Ares Lyr.Adesp.109 (b), cf. LXX 1Pa.12.25, (τὸ μὲν εἶδος ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεται Ascl.Tact.1.3, cf. Arr.Tact.4.2.

Greek Monolingual

-ο (AM δορατοφόρος, -ον)
ο δορυφόρος.