δυασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_14)
(9)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυασμός''': ὁ, ἡ εἰς δύο [[διαίρεσις]], Εὐστ. Πονημ. 205. 20.
|lstext='''δυασμός''': ὁ, ἡ εἰς δύο [[διαίρεσις]], Εὐστ. Πονημ. 205. 20.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[división en dos]] Nicom.<i>Ar</i>.2.19, Eust.778.16, aplicando teorías etim. a partir del pitagorismo «τολμῆσαν» [[διάστασις]] ἐκ δυασμοῦ Eust.370.39, cf. [[δυάς]] I 1.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[δυασμός]], ο και δύασμα, το)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χωρισμός]] σε δύο μέρη, [[διχασμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνένωση]] δύο ατόμων ή πραγμάτων.
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 671] ὁ, Paarung, Begattung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

δυασμός: ὁ, ἡ εἰς δύο διαίρεσις, Εὐστ. Πονημ. 205. 20.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
división en dos Nicom.Ar.2.19, Eust.778.16, aplicando teorías etim. a partir del pitagorismo «τολμῆσαν» διάστασις ἐκ δυασμοῦ Eust.370.39, cf. δυάς I 1.

Greek Monolingual

ο (Μ δυασμός, ο και δύασμα, το)
νεοελλ.
χωρισμός σε δύο μέρη, διχασμός
μσν.
συνένωση δύο ατόμων ή πραγμάτων.