δυσδιερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de explorar]] τόπος Pl.<i>R</i>.432c, τὰ στόμια [[αὐτοῦ]] (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4<br /><b class="num">•</b>fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.<i>Or</i>.21.254d.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de explorar]] τόπος Pl.<i>R</i>.432c, τὰ στόμια [[αὐτοῦ]] (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4<br /><b class="num">•</b>fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.<i>Or</i>.21.254d.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσδιερεύνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα διερευνάται.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιερεύνητος Medium diacritics: δυσδιερεύνητος Low diacritics: δυσδιερεύνητος Capitals: ΔΥΣΔΙΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiereúnētos Transliteration B: dysdiereunētos Transliteration C: dysdiereynitos Beta Code: dusdiereu/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to search thoroughly, Pl.R. 432c, D.C.51.26, Them.Or.21.254d.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu durchforschen; τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιερεύνητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
diffile à rechercher ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, διερευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar τόπος Pl.R.432c, τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4
fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.Or.21.254d.

Greek Monolingual

δυσδιερεύνητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα διερευνάται.