δρακοντόμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δρᾰκοντόμαλλος) -ον [[de cabellos de serpiente]] Γοργόνες A.<i>Pr</i>.799.
|dgtxt=(δρᾰκοντόμαλλος) -ον [[de cabellos de serpiente]] Γοργόνες A.<i>Pr</i>.799.
}}
{{grml
|mltxt=[[δρακοντόμαλλος]], -ον (Α)<br />ο [[δρακοντόκομος]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰκοντόμαλλος Medium diacritics: δρακοντόμαλλος Low diacritics: δρακοντόμαλλος Capitals: ΔΡΑΚΟΝΤΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: drakontómallos Transliteration B: drakontomallos Transliteration C: drakontomallos Beta Code: drakonto/mallos

English (LSJ)

ον,

   A with snaky locks, Γοργόνες A.Pr.799.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Γοργόνες Αἰσχύλ. Πρ. 799.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
hérissé de serpents.
Étymologie: δράκων, μαλλός.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντόμαλλος) -ον de cabellos de serpiente Γοργόνες A.Pr.799.

Greek Monolingual

δρακοντόμαλλος, -ον (Α)
ο δρακοντόκομος.