δυσεμής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[que vomita con dificultad]] Dsc.4.153.3, Gal.11.55, 12.536, 17(2).329, Sch.Ar.<i>Ach</i>.584, cf. [[δυσημής]]. | |dgtxt=-ές<br />[[que vomita con dificultad]] Dsc.4.153.3, Gal.11.55, 12.536, 17(2).329, Sch.Ar.<i>Ach</i>.584, cf. [[δυσημής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσεμής]] και [[δυσημής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να κάνει εμετό, [[παρά]] την [[τάση]] [[προς]] εμετό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A hard to make to vomit, Gal.17(2).329, prob. l. in Dsc.4.153; cf. δυσημής.
German (Pape)
[Seite 679] ές, schwer zum Erbrechen zu bringen, Medic.; vgl. δυσημής.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεμής: -ές, ὁ δυσκόλως ἐμῶν, εἰώθασιν οἱ δυσεμεῖς πτερῷ χρῆσθαι Γαλην. 9, 546· πρβλ. δυσημής.
Spanish (DGE)
-ές
que vomita con dificultad Dsc.4.153.3, Gal.11.55, 12.536, 17(2).329, Sch.Ar.Ach.584, cf. δυσημής.
Greek Monolingual
δυσεμής και δυσημής, -ές (Α)
αυτός που δεν μπορεί να κάνει εμετό, παρά την τάση προς εμετό.