δυσείκαστος: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas]] τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.<i>Lys</i>.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.<i>Th</i>.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.<i>Icar</i>.4. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas]] τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.<i>Lys</i>.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.<i>Th</i>.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.<i>Icar</i>.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσείκαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δύσκολο να εικασθεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] για τον οποίο η [[εικασία]] αποδείχθηκε εσφαλμένη. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to make out, of Thucydides' style, D.H. Lys.4, cf. Luc.Icar.4.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu errathen, καὶ ἀσαφής Dion. Hal. de Lys. 4, u. öfter; Suid. auch = schlecht abgebildet.
Greek (Liddell-Scott)
δυσείκαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ εἰκάσῃ τις, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 4, κτλ. 2) κακῶς, ἀπρεπῶς εἰκασθείς, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de comprender o interpretar palabras, frases o ideas τῆς ... λέξεως ... πολλὰ δυσείκαστα D.H.Lys.4.2, τούτων ὁ νοῦς ... δ. D.H.Th.40.4, cf. 29.3, de otros abstr. δ. γέγονεν ἡ παλαιὰ τοῦ τόπου φύσις D.H.1.32, ταῦτα δυσείκαστα πάντα ref. a fenómenos naturales, Luc.Icar.4.
Greek Monolingual
δυσείκαστος, -ον (Α)
αυτός που είναι δύσκολο να εικασθεί
2. εκείνος για τον οποίο η εικασία αποδείχθηκε εσφαλμένη.