δυσκραής: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δυσκρᾱής) -ές [[destemplado]], [[excesivo]] ῥιπή Opp.<i>H</i>.2.517. | |dgtxt=(δυσκρᾱής) -ές [[destemplado]], [[excesivo]] ῥιπή Opp.<i>H</i>.2.517. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[δυσκραής]], -ές)<br />(για [[κλίμα]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[ευκραής]], δηλ. ο πολύ [[θερμός]] ή πολύ [[ψυχρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για άνθρ.) αυτός που έχει αδύναμη, κακή [[κράση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A intemperate, Opp.H.2.517.
German (Pape)
[Seite 683] ές, schlecht gemischt, d. i. nicht gemäßigt, ῥιπή Opp. H. 2, 517.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκρᾱής: -ές, = δύσκρατος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 517.
Spanish (DGE)
(δυσκρᾱής) -ές destemplado, excesivo ῥιπή Opp.H.2.517.
Greek Monolingual
-ές (Α δυσκραής, -ές)
(για κλίμα) αυτός που δεν είναι ευκραής, δηλ. ο πολύ θερμός ή πολύ ψυχρός
νεοελλ.
(για άνθρ.) αυτός που έχει αδύναμη, κακή κράση.