δυσκατάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de llevar a término]], [[difícil de suprimir]] πόλεμοι Str.14.1.28, λοιμός Chrys.M.58.677<br /><b class="num">•</b>[[difícil de derribar]] [[δυναστεία]] I.<i>BI</i> 4.352, οἱ ζηλωταί I.<i>BI</i> 4.193.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de llevar a término]], [[difícil de suprimir]] πόλεμοι Str.14.1.28, λοιμός Chrys.M.58.677<br /><b class="num">•</b>[[difícil de derribar]] [[δυναστεία]] I.<i>BI</i> 4.352, οἱ ζηλωταί I.<i>BI</i> 4.193.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσκατάλυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα καταλύεται ή παύεται.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάλῠτος Medium diacritics: δυσκατάλυτος Low diacritics: δυσκατάλυτος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: dyskatálytos Transliteration B: dyskatalytos Transliteration C: dyskatalytos Beta Code: duskata/lutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to bring to an end, πόλεμοι Str.14.1.28; hard to overthrow, δυναστεία J.BJ4.5.5.

German (Pape)

[Seite 682] schwer aufzulösen; πόλεμος, beizulegen, Strab. XIV p. 643; δυναστεία Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάλῠτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταλύσῃ ἢ νὰ διαλύσῃ τις, πόλεμος Στράβων 643.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de llevar a término, difícil de suprimir πόλεμοι Str.14.1.28, λοιμός Chrys.M.58.677
difícil de derribar δυναστεία I.BI 4.352, οἱ ζηλωταί I.BI 4.193.

Greek Monolingual

δυσκατάλυτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταλύεται ή παύεται.