δυσκαρτέρητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de soportar]], [[insoportable]] ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, <i>Num</i>.25<br /><b class="num">•</b>[[irresistible]] ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c<br /><b class="num">•</b>[[que no se tolera bien]] ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[insoportablemente]] πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.<i>Marc</i>.8.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de soportar]], [[insoportable]] ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, <i>Num</i>.25<br /><b class="num">•</b>[[irresistible]] ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c<br /><b class="num">•</b>[[que no se tolera bien]] ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[insoportablemente]] πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.<i>Marc</i>.8.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσκαρτέρητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται [[κανείς]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαρτέρητος Medium diacritics: δυσκαρτέρητος Low diacritics: δυσκαρτέρητος Capitals: ΔΥΣΚΑΡΤΕΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskartérētos Transliteration B: dyskarterētos Transliteration C: dyskarteritos Beta Code: duskarte/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to endure, Ph.2.73, Plu.Phoc.4, etc. Adv. -τως Porph.Marc.8, Herod. Med. ap. Aët.9.2.

German (Pape)

[Seite 682] schwer auszuhalten, ψῦχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαρτέρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, ψῦχος Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, καρτερέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de soportar, insoportable ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, Num.25
irresistible ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c
que no se tolera bien ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.
2 adv. -ως insoportablemente πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.Marc.8.

Greek Monolingual

δυσκαρτέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται κανείς.