ἐγκατορύσσω: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [perf. med. ἐγκατωρυγμένος Hippol.<i>Haer</i>.5.8.23]<br /><b class="num">1</b> tr. [[enterrar]], [[encerrar]], [[ocultar]] fig. ᾧ (τὸ σῶμα) τὴν παναθλίαν ψυχὴν ἐγκατώρυξαν Ph.<i>Fr.Gen</i>.1.70, τὸν νοῦν ... τῇ κοιλίᾳ Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.18, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.7.15.92, Origenes M.17.141A, (ψυχάς) τῷ τῆς ἀσεβείας ... βαράθρῳ <i>CCP</i> (536) <i>Act</i>.14 (p.41.35).<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[enterrarse]], [[ocultarse]] ἐν τοῖς βάθεσι τῆς γῆς <i>CCP</i> (536) <i>Act</i>.14 (p.42.3)<br /><b class="num">•</b>fig., en perf. [[estar enterrado o encerrado]] ἡ ψυχὴ ἐν τῷ σώματι D.H.<i>Rh</i>.6.5, cf. Hippol.l.c., <i>Haer</i>.6.25.4, Iul.<i>Or</i>.9.189c, τῷ φορυτῷ τῶν φροντίδων τούτων ἀπειλημμένοι καὶ ἐγκατορωρυγμένοι Chrys.M.63.462. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [perf. med. ἐγκατωρυγμένος Hippol.<i>Haer</i>.5.8.23]<br /><b class="num">1</b> tr. [[enterrar]], [[encerrar]], [[ocultar]] fig. ᾧ (τὸ σῶμα) τὴν παναθλίαν ψυχὴν ἐγκατώρυξαν Ph.<i>Fr.Gen</i>.1.70, τὸν νοῦν ... τῇ κοιλίᾳ Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.18, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.7.15.92, Origenes M.17.141A, (ψυχάς) τῷ τῆς ἀσεβείας ... βαράθρῳ <i>CCP</i> (536) <i>Act</i>.14 (p.41.35).<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med. [[enterrarse]], [[ocultarse]] ἐν τοῖς βάθεσι τῆς γῆς <i>CCP</i> (536) <i>Act</i>.14 (p.42.3)<br /><b class="num">•</b>fig., en perf. [[estar enterrado o encerrado]] ἡ ψυχὴ ἐν τῷ σώματι D.H.<i>Rh</i>.6.5, cf. Hippol.l.c., <i>Haer</i>.6.25.4, Iul.<i>Or</i>.9.189c, τῷ φορυτῷ τῶν φροντίδων τούτων ἀπειλημμένοι καὶ ἐγκατορωρυγμένοι Chrys.M.63.462. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐγκατορύσσω]] και -ττω (Α)<br />[[θάβω]], [[καταχώνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. ἐγκατορύττω, bury in:—Pass., ἐγκατωρύχθαι τὴν ψυχὴν ἐν τῷ σώματι D.H.Rh.6.5, cf. Jul.Or.6.189c.
German (Pape)
[Seite 706] darin vergraben, D. Hal. rhet. 5 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατορύσσω: Ἀττ. -ττω, θάπτω ἔν τινι τόπῳ, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 6. 5.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [perf. med. ἐγκατωρυγμένος Hippol.Haer.5.8.23]
1 tr. enterrar, encerrar, ocultar fig. ᾧ (τὸ σῶμα) τὴν παναθλίαν ψυχὴν ἐγκατώρυξαν Ph.Fr.Gen.1.70, τὸν νοῦν ... τῇ κοιλίᾳ Clem.Al.Paed.2.1.18, cf. Clem.Al.Strom.7.15.92, Origenes M.17.141A, (ψυχάς) τῷ τῆς ἀσεβείας ... βαράθρῳ CCP (536) Act.14 (p.41.35).
2 intr. en v. med. enterrarse, ocultarse ἐν τοῖς βάθεσι τῆς γῆς CCP (536) Act.14 (p.42.3)
•fig., en perf. estar enterrado o encerrado ἡ ψυχὴ ἐν τῷ σώματι D.H.Rh.6.5, cf. Hippol.l.c., Haer.6.25.4, Iul.Or.9.189c, τῷ φορυτῷ τῶν φροντίδων τούτων ἀπειλημμένοι καὶ ἐγκατορωρυγμένοι Chrys.M.63.462.
Greek Monolingual
ἐγκατορύσσω και -ττω (Α)
θάβω, καταχώνω.