ἐγκαταδέω: Difference between revisions
From LSJ
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[atar fuertemente]], [[encadenar]] fig., c. dat. λύπαις ἑαυτὴν πάλιν αὖ ἐγκαταδεῖν Pl.<i>Phd</i>.84a, πολλοὺς ... αἴσχεσιν ἐγκατέδησε Opp.<i>H</i>.3.201, τὸν τοῖς τῆς δουλείας ἐγκαταδέοντα ζυγοῖς Cyr.Al.M.68.192C, en v. pas. ὑπὸ ἀγνοίας αὐτοῖς (βρόχοις) οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταδοῦνται Them.<i>Or</i>.23.297a. | |dgtxt=[[atar fuertemente]], [[encadenar]] fig., c. dat. λύπαις ἑαυτὴν πάλιν αὖ ἐγκαταδεῖν Pl.<i>Phd</i>.84a, πολλοὺς ... αἴσχεσιν ἐγκατέδησε Opp.<i>H</i>.3.201, τὸν τοῖς τῆς δουλείας ἐγκαταδέοντα ζυγοῖς Cyr.Al.M.68.192C, en v. pas. ὑπὸ ἀγνοίας αὐτοῖς (βρόχοις) οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταδοῦνται Them.<i>Or</i>.23.297a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐγκαταδέω]] (Α)<br />[[δένω]] [[σταθερά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
A bind fast in, τινί Pl.Phd.84a, Them. Or.23.297a (Pass.), Opp.H.3.201.
German (Pape)
[Seite 705] (s. δέω), an Etwas festbinden, τινί, Plat. Phaed. 84 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταδέω: μέλλ. -δήσω, δένω στερεῶς εἴς τι, τινι Πλάτ. Φαίδων. 84Α.
French (Bailly abrégé)
lier solidement dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταδέω.
Spanish (DGE)
atar fuertemente, encadenar fig., c. dat. λύπαις ἑαυτὴν πάλιν αὖ ἐγκαταδεῖν Pl.Phd.84a, πολλοὺς ... αἴσχεσιν ἐγκατέδησε Opp.H.3.201, τὸν τοῖς τῆς δουλείας ἐγκαταδέοντα ζυγοῖς Cyr.Al.M.68.192C, en v. pas. ὑπὸ ἀγνοίας αὐτοῖς (βρόχοις) οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταδοῦνται Them.Or.23.297a.