δυσμετάθετος: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[porfiado]], [[terco]] δυσέριδες ... καὶ φιλόνεικοι καὶ δυσμετάθετοι Plb.12.26d.5, cf. Plu.2.535b.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[difícil de trasladar]] τὰ λελυμένα (δεσμίδια) op. εὐμετάθετα Gal.11.215<br /><b class="num">•</b>[[difícil de cambiar]], [[inmutable]] ἡ προαίρεσις Plu.2.799b, ἡ συνήθεια Gr.Nyss.<i>Virg</i>.286.10.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de modo inamovible o difícilmente alterable]] δ. σχήσουσιν αὐτῆς Ps.Nonn.<i>Comm.in Or</i>.4.21. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[porfiado]], [[terco]] δυσέριδες ... καὶ φιλόνεικοι καὶ δυσμετάθετοι Plb.12.26d.5, cf. Plu.2.535b.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[difícil de trasladar]] τὰ λελυμένα (δεσμίδια) op. εὐμετάθετα Gal.11.215<br /><b class="num">•</b>[[difícil de cambiar]], [[inmutable]] ἡ προαίρεσις Plu.2.799b, ἡ συνήθεια Gr.Nyss.<i>Virg</i>.286.10.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de modo inamovible o difícilmente alterable]] δ. σχήσουσιν αὐτῆς Ps.Nonn.<i>Comm.in Or</i>.4.21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσμετάθετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται, [[ισχυρογνώμων]], [[επίμονος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα μετατίθεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to alter, of persons, opinionated, Plb.12.26d.5; προαίρεσις Plu.2.799b; hard to remove, Gal.11.215.
German (Pape)
[Seite 684] schwer umzusetzen, umzuändern, καὶ ἄτρεπτος Plut. reipubl. ger. praec. 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμετάθετος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, δυσέριδες γίνονται καὶ φιλόνικοι καὶ δ. Πολύβ. Ἐκλ. Vat. 401, Πλούτ. 2. 799Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μετατίθημι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. porfiado, terco δυσέριδες ... καὶ φιλόνεικοι καὶ δυσμετάθετοι Plb.12.26d.5, cf. Plu.2.535b.
2 de cosas difícil de trasladar τὰ λελυμένα (δεσμίδια) op. εὐμετάθετα Gal.11.215
•difícil de cambiar, inmutable ἡ προαίρεσις Plu.2.799b, ἡ συνήθεια Gr.Nyss.Virg.286.10.
II adv. -ως de modo inamovible o difícilmente alterable δ. σχήσουσιν αὐτῆς Ps.Nonn.Comm.in Or.4.21.
Greek Monolingual
δυσμετάθετος, -ον (Α)
1. (για πρόσ.) αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται, ισχυρογνώμων, επίμονος
2. αυτός που δύσκολα μετατίθεται.