εἰσηγητικός: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_1)
(10)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσηγητικός''': [[ἁρμόδιος]] εἰς [[εἰσήγησις]], τινὸς Κλήμ. Ἀλ. 22.
|lstext='''εἰσηγητικός''': [[ἁρμόδιος]] εἰς [[εἰσήγησις]], τινὸς Κλήμ. Ἀλ. 22.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[inductor]] εἰ. τρόπος ἀπάτης Clem.Al.<i>Prot</i>.2.26.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[εἰσηγητικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[εισήγηση]] («εισηγητική [[έκθεση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή ταιριάζει στον εισηγητή ή στην [[εισήγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εισηγείται, εισάγει («[[ἕκτος]] ἐστὶν εἰσηγητικὸς [[τρόπος]]»).
}}
}}

Latest revision as of 07:06, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 743] ή, όν, einführend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσηγητικός: ἁρμόδιος εἰς εἰσήγησις, τινὸς Κλήμ. Ἀλ. 22.

Spanish (DGE)

-ή, -όν inductor εἰ. τρόπος ἀπάτης Clem.Al.Prot.2.26.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α εἰσηγητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που περιέχει εισήγηση («εισηγητική έκθεση»)
2. αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή ταιριάζει στον εισηγητή ή στην εισήγηση
αρχ.
αυτός που εισηγείται, εισάγει («ἕκτος ἐστὶν εἰσηγητικὸς τρόπος»).