εἰσηγητικός
German (Pape)
[Seite 743] ή, όν, einführend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
Spanish (DGE)
-ή, -όν inductor εἰ. τρόπος ἀπάτης Clem.Al.Prot.2.26.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α εἰσηγητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που περιέχει εισήγηση («εισηγητική έκθεση»)
2. αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή ταιριάζει στον εισηγητή ή στην εισήγηση
αρχ.
αυτός που εισηγείται, εισάγει («ἕκτος ἐστὶν εἰσηγητικὸς τρόπος»).