ἐκσπερματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[hacer productiva]] la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ [[γυνή]] ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá</i> LXX <i>Nu</i>.5.28.
|dgtxt=[[hacer productiva]] la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ [[γυνή]] ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá</i> LXX <i>Nu</i>.5.28.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκσπερματίζω]])<br />[[εκβάλλω]] [[σπέρμα]], [[χύνω]], [[αποσπερματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μέσ., -ομαι) [[παθαίνω]] στον ύπνο [[εκσπερμάτιση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) [[συλλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσπερμᾰτίζω Medium diacritics: ἐκσπερματίζω Low diacritics: εκσπερματίζω Capitals: ΕΚΣΠΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: ekspermatízō Transliteration B: ekspermatizō Transliteration C: ekspermatizo Beta Code: e)kspermati/zw

English (LSJ)

   A semen emitto, ἐ. σπέρμα, of a woman, conceive, LXX Nu.5.28.

German (Pape)

[Seite 779] = simplex, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσπερματίζω: ἐκβάλλω, χύνω τὸ σπέρμα μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ σπέρμα, ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. σπερματίζω.

Spanish (DGE)

hacer productiva la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ γυνή ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá LXX Nu.5.28.

Greek Monolingual

(AM ἐκσπερματίζω)
εκβάλλω σπέρμα, χύνω, αποσπερματίζω
νεοελλ.
(μέσ., -ομαι) παθαίνω στον ύπνο εκσπερμάτιση
αρχ.
(για γυναίκα) συλλαμβάνω.