ἔκτονος: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(6_18) |
(11) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκτονος''': -ον, παράτονος, [[παράφωνος]], ἐκτ.... ᾄδειν Κλήμ. Ἀλ. 493. - Ἐπίρρ. ἐκτόνως = ἐντόνως, [[σφόδρα]], Γ. Κεδρ. τ. Α΄, σ. 376, 16, ἔκδ. Β. | |lstext='''ἔκτονος''': -ον, παράτονος, [[παράφωνος]], ἐκτ.... ᾄδειν Κλήμ. Ἀλ. 493. - Ἐπίρρ. ἐκτόνως = ἐντόνως, [[σφόδρα]], Γ. Κεδρ. τ. Α΄, σ. 376, 16, ἔκδ. Β. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[fuera de tono]], [[desentonado]] fig. de la ley divina ᾄδειν Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.123. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκτονος]], -ον)<br />Ι. [[παράτονος]], [[παράφωνος]], ο έξω του μουσικού τόνου, [[παράχορδος]], [[φάλτσος]]<br /><b>2.</b> [[χαλαρός]], [[άτονος]], ξετεντωμένος<br />ΙΙ. <b>επίρρ.</b> <i>εκτόνως</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />άτονα, [[χαλαρά]]<br /><b>αρχ.</b><br />έντονα, σφοδρά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:07, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 782] außer dem Ton, mißtönig; ᾄδειν Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτονος: -ον, παράτονος, παράφωνος, ἐκτ.... ᾄδειν Κλήμ. Ἀλ. 493. - Ἐπίρρ. ἐκτόνως = ἐντόνως, σφόδρα, Γ. Κεδρ. τ. Α΄, σ. 376, 16, ἔκδ. Β.
Spanish (DGE)
-ον
fuera de tono, desentonado fig. de la ley divina ᾄδειν Clem.Al.Strom.2.20.123.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκτονος, -ον)
Ι. παράτονος, παράφωνος, ο έξω του μουσικού τόνου, παράχορδος, φάλτσος
2. χαλαρός, άτονος, ξετεντωμένος
ΙΙ. επίρρ. εκτόνως
νεοελλ.
άτονα, χαλαρά
αρχ.
έντονα, σφοδρά.