ἕλανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que destruye o pierde a los hombres]]de Helena, A.<i>A</i>.690.
|dgtxt=-ον<br />[[que destruye o pierde a los hombres]]de Helena, A.<i>A</i>.690.
}}
{{grml
|mltxt=ἔλανδρος, -ον (Α)<br />(για την Ελένη) αυτή που καταστρέφει τους άντρες, ολέθρια για τους άνδρες.
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλανδρος Medium diacritics: ἕλανδρος Low diacritics: έλανδρος Capitals: ΕΛΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: hélandros Transliteration B: helandros Transliteration C: elandros Beta Code: e(/landros

English (LSJ)

ον,

   A man-destroying, epith. of Helen, A.Ag.689 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 789] Männer fangend, Aesch. Ag. 674.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλανδρος: -ον, ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ἡ καταστρέφουσα τοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 689.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend les hommes.
Étymologie: ἑλεῖν, ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ον
que destruye o pierde a los hombresde Helena, A.A.690.

Greek Monolingual

ἔλανδρος, -ον (Α)
(για την Ελένη) αυτή που καταστρέφει τους άντρες, ολέθρια για τους άνδρες.