ἐλαττονότης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_11)
(11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαττονότης''': ἡ, τὸ ἀφῃρημένον τοῦ [[ἐλάττων]], ἀντίθετον τῷ [[μειζονότης]], Ἰάμβλ. περὶ τῆς Νικομάχου Ἀριθμ. Εἰσαγ. σ. 45.
|lstext='''ἐλαττονότης''': ἡ, τὸ ἀφῃρημένον τοῦ [[ἐλάττων]], ἀντίθετον τῷ [[μειζονότης]], Ἰάμβλ. περὶ τῆς Νικομάχου Ἀριθμ. Εἰσαγ. σ. 45.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλαττονότης]], η (Α)<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] έλασσον, λιγότερο ή μικρότερο από [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαττονότης Medium diacritics: ἐλαττονότης Low diacritics: ελαττονότης Capitals: ΕΛΑΤΤΟΝΟΤΗΣ
Transliteration A: elattonótēs Transliteration B: elattonotēs Transliteration C: elattonotis Beta Code: e)lattono/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A being less, opp. μειζονότης, Iamb.in Nic.p.33 P.

German (Pape)

[Seite 790] ητος, ἡ, das Kleiner-, Wenigersein, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαττονότης: ἡ, τὸ ἀφῃρημένον τοῦ ἐλάττων, ἀντίθετον τῷ μειζονότης, Ἰάμβλ. περὶ τῆς Νικομάχου Ἀριθμ. Εἰσαγ. σ. 45.

Greek Monolingual

ἐλαττονότης, η (Α)
το να είναι κάτι έλασσον, λιγότερο ή μικρότερο από κάτι άλλο.