ἐλεφαντόκωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[provisto de empuñadura de marfil]] ξιφομάχαιραι καὶ δόρη Theopomp.Com.26, ξίφη Luc.<i>Gall</i>.26, cf. Longus 4.21.2, μάστιγξ Sch.Ar.<i>Au</i>.1463a. | |dgtxt=-ον<br />[[provisto de empuñadura de marfil]] ξιφομάχαιραι καὶ δόρη Theopomp.Com.26, ξίφη Luc.<i>Gall</i>.26, cf. Longus 4.21.2, μάστιγξ Sch.Ar.<i>Au</i>.1463a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐλεφαντόκωπος]], -ον (Α)<br />(για [[ξίφος]]) αυτός που έχει [[λαβή]] από [[ελεφαντόδοντο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ivory-hilted, ξιφομάχαιρα Theopomp.Com. 25; ξίφη Luc.Gall. 26.
German (Pape)
[Seite 796] mit elfenbeinernem Griff; Theop. com. Poll. 7, 158; ξίφη Luc. Somn. 26; vgl. Long. 1, 2; Poll. 7, 158.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεφαντόκωπος: -ον, ἔχων λαβὴν ἐλεφαντίνην, ἐλεφαντοκώπου ξιφομαχαίρας Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσιν» 2· ξίφη Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à poignée d’ivoire.
Étymologie: ἐλέφας, κώπη.
Spanish (DGE)
-ον
provisto de empuñadura de marfil ξιφομάχαιραι καὶ δόρη Theopomp.Com.26, ξίφη Luc.Gall.26, cf. Longus 4.21.2, μάστιγξ Sch.Ar.Au.1463a.
Greek Monolingual
ἐλεφαντόκωπος, -ον (Α)
(για ξίφος) αυτός που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο.