ἔμμουσος: Difference between revisions
Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[musical]] πράγματα Heph.Astr.2.34.12, θεώρημα Nicom.<i>Ar</i>.2.2, τὸ δὲ σκαίρειν ἔμμουσον κίνησιν Porph.<i>ad Il</i>.185.14.<br /><b class="num">2</b> [[inspirado por las musas]] ἐμμελὴς ... καὶ ἔ. de Píndaro, Philostr.<i>Im</i>.2.12, ᾠδαί Eust.161.36.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[musicalmente]], [[bajo la inspiración de las musas]] λαλεῖν Eust.10.17, cf. 1683.5. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[musical]] πράγματα Heph.Astr.2.34.12, θεώρημα Nicom.<i>Ar</i>.2.2, τὸ δὲ σκαίρειν ἔμμουσον κίνησιν Porph.<i>ad Il</i>.185.14.<br /><b class="num">2</b> [[inspirado por las musas]] ἐμμελὴς ... καὶ ἔ. de Píndaro, Philostr.<i>Im</i>.2.12, ᾠδαί Eust.161.36.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[musicalmente]], [[bajo la inspiración de las musas]] λαλεῖν Eust.10.17, cf. 1683.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμμουσος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τη [[μουσική]], ο [[μουσικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρμονικός]], [[μελωδικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = μουσικός, πράγματα Heph.Astr.2.32: Sup. -ότατον, θεώρημα Nicom.Ar.2.2; ἐμμούσοις γράμμασιν in literature, IG9(1).235 (Larymna). Adv. -σως, παίζειν Plu.2.1119d.
German (Pape)
[Seite 809] = μουσικός, Nicom. arith. 2, p. 109. – Adv. ἐμμούσως, παίζειν Plut. adv. Col. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμουσος: -ον, = μουσικός, Νικομ. Ἀριθμ. 2. 109· ἐμμούσοις γράμμασιν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 2. - Ἐπίρρ. ἐμμούσως, Πλούτ. 2. 119D.
Spanish (DGE)
-ον
I 1musical πράγματα Heph.Astr.2.34.12, θεώρημα Nicom.Ar.2.2, τὸ δὲ σκαίρειν ἔμμουσον κίνησιν Porph.ad Il.185.14.
2 inspirado por las musas ἐμμελὴς ... καὶ ἔ. de Píndaro, Philostr.Im.2.12, ᾠδαί Eust.161.36.
II adv. -ως musicalmente, bajo la inspiración de las musas λαλεῖν Eust.10.17, cf. 1683.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμμουσος, -ον)
αυτός που έχει σχέση με τη μουσική, ο μουσικός
μσν.
αρμονικός, μελωδικός.