ἐνάμιλλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que rivaliza o compite con]], [[comparable a]]<br /><b class="num">a)</b> c. dat. directivo o πρός c. ac. ἵν' ... καὶ σὺ ταύταις ἐ. γένῃ Crates Theb.<i>Ep</i>.9, τοῖς πολίταις ἐνάμιλλο[ν παρασκευάζω] ν ἑαυτόν <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.835.12, Ἡρακλεῖ καὶ Διονύσῳ ἐνάμιλλον τιθέασί με Luc.<i>DMort</i>.12.6, cf. Plu.<i>Comp.TG CG</i> 3, ἐνάμιλλον τὴν σαυτοῦ δόξαν καταστήσεις τοῖς πρωτεύσασιν Isoc.5.68, cf. D.25.54, τὸν κυνισμὸν εἶδός τι φιλοσοφίας εἶναι ... τοῖς κρατίστοις ἐνάμιλλον Iul.<i>Or</i>.9.182c, πέρναι διάφοροι ... ταῖς Κιβυρικαῖς ἐνάμιλλοι Str.3.4.11, καὶ ὅλως ἂν τὸ μέγεθος ἐνάμιλλον εἴη καὶ πρὸς πλοῦτον καὶ πρὸς ἐλευθερίαν y la talla en general podría entrar en competencia con la riqueza y la libertad</i> Arist.<i>Pol</i>.1283<sup>a</sup>5, cf. Pl.<i>Criti</i>.110e;<br /><b class="num">b)</b> c. dat. directivo y ac. de rel., dat. limit. o πρός c. ac. [[comparable en]], [[que rivaliza en]] αὐτὸς ... τὴν φύσιν δοκεῖ ἐ. εἶναι τοῖς ἡλικιώταις Pl.<i>Prt</i>.316b, ἄνδρα ... εὐταξίᾳ δὲ καὶ πρᾳότητι τοῖς πρώτοις ἐνάμιλλον Plu.<i>Brut</i>.2, cf. D.S.5.32, τοῦτο μὲν τόλμῃ, τοῦτο δὲ τύχῃ ταῖς ἀρίσταις (πράξεσιν) ἐνάμιλλον esto (fue) en audacia y suerte comparable a las mejores (acciones)</i> Plu.<i>Arat</i>.24, (δύναμιν) ἐνάμιλλον ... πρὸς ἀρετὴν πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς Pl.<i>R</i>.433d;<br /><b class="num">c)</b> sólo c. dat. limit. τὴν παράλιον ἐνάμιλλον εὕροι τις ἂν τοῖς ἐκ θαλάττης ἀγαθοῖς uno encontraría que la zona costera rivaliza en los bienes sacados del mar (con la zona interior)</i>, Str.3.2.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[rivalizando con]], [[en igualdad con]] c. dat. ἐναμίλλως τοῖς ... περὶ ἑκάτερον τούτων εὐτυχηκόσιν Isoc.12.7.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que rivaliza o compite con]], [[comparable a]]<br /><b class="num">a)</b> c. dat. directivo o πρός c. ac. ἵν' ... καὶ σὺ ταύταις ἐ. γένῃ Crates Theb.<i>Ep</i>.9, τοῖς πολίταις ἐνάμιλλο[ν παρασκευάζω] ν ἑαυτόν <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.835.12, Ἡρακλεῖ καὶ Διονύσῳ ἐνάμιλλον τιθέασί με Luc.<i>DMort</i>.12.6, cf. Plu.<i>Comp.TG CG</i> 3, ἐνάμιλλον τὴν σαυτοῦ δόξαν καταστήσεις τοῖς πρωτεύσασιν Isoc.5.68, cf. D.25.54, τὸν κυνισμὸν εἶδός τι φιλοσοφίας εἶναι ... τοῖς κρατίστοις ἐνάμιλλον Iul.<i>Or</i>.9.182c, πέρναι διάφοροι ... ταῖς Κιβυρικαῖς ἐνάμιλλοι Str.3.4.11, καὶ ὅλως ἂν τὸ μέγεθος ἐνάμιλλον εἴη καὶ πρὸς πλοῦτον καὶ πρὸς ἐλευθερίαν y la talla en general podría entrar en competencia con la riqueza y la libertad</i> Arist.<i>Pol</i>.1283<sup>a</sup>5, cf. Pl.<i>Criti</i>.110e;<br /><b class="num">b)</b> c. dat. directivo y ac. de rel., dat. limit. o πρός c. ac. [[comparable en]], [[que rivaliza en]] αὐτὸς ... τὴν φύσιν δοκεῖ ἐ. εἶναι τοῖς ἡλικιώταις Pl.<i>Prt</i>.316b, ἄνδρα ... εὐταξίᾳ δὲ καὶ πρᾳότητι τοῖς πρώτοις ἐνάμιλλον Plu.<i>Brut</i>.2, cf. D.S.5.32, τοῦτο μὲν τόλμῃ, τοῦτο δὲ τύχῃ ταῖς ἀρίσταις (πράξεσιν) ἐνάμιλλον esto (fue) en audacia y suerte comparable a las mejores (acciones)</i> Plu.<i>Arat</i>.24, (δύναμιν) ἐνάμιλλον ... πρὸς ἀρετὴν πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς Pl.<i>R</i>.433d;<br /><b class="num">c)</b> sólo c. dat. limit. τὴν παράλιον ἐνάμιλλον εὕροι τις ἂν τοῖς ἐκ θαλάττης ἀγαθοῖς uno encontraría que la zona costera rivaliza en los bienes sacados del mar (con la zona interior)</i>, Str.3.2.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[rivalizando con]], [[en igualdad con]] c. dat. ἐναμίλλως τοῖς ... περὶ ἑκάτερον τούτων εὐτυχηκόσιν Isoc.12.7.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐνάμιλλος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί να διαγωνίζεται με άλλους, [[εφάμιλλος]], [[ισάξιος]], [[ίσος]], [[ισόπαλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εναμίλλως</i><br />εφάμιλλα, ισάξια, όμοια.
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰμιλλος Medium diacritics: ἐνάμιλλος Low diacritics: ενάμιλλος Capitals: ΕΝΑΜΙΛΛΟΣ
Transliteration A: enámillos Transliteration B: enamillos Transliteration C: enamillos Beta Code: e)na/millos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ἅμιλλα)

   A engaged in equal contest with, a match for, τὴν φύσιν ἐ. τοῖς ἡλικιώταις Pl.Prt.316b, cf.Isoc.5.68; ἐ. τινὶ πρός τι Pl.R.433d, Criti.110e, cf.Arist.Pol.1283a5; τοῖς πολίταις ἐ. παρασκευάζων ἑαυτόν IG22.835.12, cf. Plu.Comp.Ag.Gracch.3; τὰ λοίπ' ἐ. τούτοις on a par with, D.25.54; τοῖς κρατίστοις ἐ. τὸν κυνισμὸν εἶναι Jul.Or.6.182c. Adv. -λως, τινί equally with, Isoc.12.7.

German (Pape)

[Seite 826] wetteifernd, im Wettkampf Einem gewachsen, gleich; τοῖς ἡλικιώταις Plat. Prot. 316 c; Isocr. 5, 68 u. öfter; Dem. 25, 54; dem συμβλητόν entsprechend, Arist. polit. 3, 8; πρός τι, Plat. Critia. 110 e u. Sp.; τινός, Plut. Ag. et Graech. 3. – Adv. ἐναμίλλως, τινί, Isocr. 12, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui le dispute à, égal ou comparable à : τινί τι ou τινι εἴς τι, τινί τινος à qqn pour qch.
Étymologie: ἐν, ἅμιλλα.

Spanish (DGE)

-ον
1 que rivaliza o compite con, comparable a
a) c. dat. directivo o πρός c. ac. ἵν' ... καὶ σὺ ταύταις ἐ. γένῃ Crates Theb.Ep.9, τοῖς πολίταις ἐνάμιλλο[ν παρασκευάζω] ν ἑαυτόν IG 22.835.12, Ἡρακλεῖ καὶ Διονύσῳ ἐνάμιλλον τιθέασί με Luc.DMort.12.6, cf. Plu.Comp.TG CG 3, ἐνάμιλλον τὴν σαυτοῦ δόξαν καταστήσεις τοῖς πρωτεύσασιν Isoc.5.68, cf. D.25.54, τὸν κυνισμὸν εἶδός τι φιλοσοφίας εἶναι ... τοῖς κρατίστοις ἐνάμιλλον Iul.Or.9.182c, πέρναι διάφοροι ... ταῖς Κιβυρικαῖς ἐνάμιλλοι Str.3.4.11, καὶ ὅλως ἂν τὸ μέγεθος ἐνάμιλλον εἴη καὶ πρὸς πλοῦτον καὶ πρὸς ἐλευθερίαν y la talla en general podría entrar en competencia con la riqueza y la libertad Arist.Pol.1283a5, cf. Pl.Criti.110e;
b) c. dat. directivo y ac. de rel., dat. limit. o πρός c. ac. comparable en, que rivaliza en αὐτὸς ... τὴν φύσιν δοκεῖ ἐ. εἶναι τοῖς ἡλικιώταις Pl.Prt.316b, ἄνδρα ... εὐταξίᾳ δὲ καὶ πρᾳότητι τοῖς πρώτοις ἐνάμιλλον Plu.Brut.2, cf. D.S.5.32, τοῦτο μὲν τόλμῃ, τοῦτο δὲ τύχῃ ταῖς ἀρίσταις (πράξεσιν) ἐνάμιλλον esto (fue) en audacia y suerte comparable a las mejores (acciones) Plu.Arat.24, (δύναμιν) ἐνάμιλλον ... πρὸς ἀρετὴν πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς Pl.R.433d;
c) sólo c. dat. limit. τὴν παράλιον ἐνάμιλλον εὕροι τις ἂν τοῖς ἐκ θαλάττης ἀγαθοῖς uno encontraría que la zona costera rivaliza en los bienes sacados del mar (con la zona interior), Str.3.2.7.
2 adv. -ως rivalizando con, en igualdad con c. dat. ἐναμίλλως τοῖς ... περὶ ἑκάτερον τούτων εὐτυχηκόσιν Isoc.12.7.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐνάμιλλος, -ον)
αυτός που μπορεί να διαγωνίζεται με άλλους, εφάμιλλος, ισάξιος, ίσος, ισόπαλος.
επίρρ...
εναμίλλως
εφάμιλλα, ισάξια, όμοια.