ἐξαερίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(big3_15) |
(12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[convertir en vapor]] en v. pas. τὸ ὕδωρ ἐξαεριζόμενον καὶ ἀραιούμενον Simp.<i>in Cael</i>.571.8. | |dgtxt=[[convertir en vapor]] en v. pas. τὸ ὕδωρ ἐξαεριζόμενον καὶ ἀραιούμενον Simp.<i>in Cael</i>.571.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ξαερίζω]] (Α [[ἐξαερίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διώχνω]] τον αέρα ή [[άλλο]] [[αέριο]] από κλειστό χώρο («[[εξαερίζω]] [[μηχανή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]] σε αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[εξαερίζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αερίζω]]. Το νεοελλ. [[είναι]] [[απόδοση]] στα Ελλ. του γαλλ. <i>purger d</i>'<i>air</i> (la machine) και μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ναυτικόν Ονοματολόγιον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
= sq., Simp.in Cael.571.8 (Pass.).
Spanish (DGE)
convertir en vapor en v. pas. τὸ ὕδωρ ἐξαεριζόμενον καὶ ἀραιούμενον Simp.in Cael.571.8.
Greek Monolingual
και ξαερίζω (Α ἐξαερίζω)
νεοελλ.
διώχνω τον αέρα ή άλλο αέριο από κλειστό χώρο («εξαερίζω μηχανή»)
αρχ.
μεταβάλλω σε αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. εξαερίζω < εξ + αερίζω. Το νεοελλ. είναι απόδοση στα Ελλ. του γαλλ. purger d'air (la machine) και μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον].