ἐξασθενής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(big3_15)
(12)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[empobrecido]], [[depauperado]] ἐ. [[ἀπορία]] καὶ ἐλαχίστη ἡμῶν περιουσία <i>PMasp</i>.151.12 (VI d.C.).
|dgtxt=-ές<br />[[empobrecido]], [[depauperado]] ἐ. [[ἀπορία]] καὶ ἐλαχίστη ἡμῶν περιουσία <i>PMasp</i>.151.12 (VI d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐξασθενής]], -ές (Α) [[ασθενής]]<br />[[αδύνατος]] οικονομικά, περιουσιακά, [[άπορος]].———————— <b>(II)</b><br />-ές<br /><b>χημ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] ατόμου, ρίζας ή ιόντος που έχει [[σθένος]] έξι, εξατομικός<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξασθενή στοιχεία» — τα στοιχεία που ο [[αριθμός]] τών μονάδων τους εκφράζεται με τον αριθμό έξι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έξι</i> <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]])].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξασθενής Medium diacritics: ἐξασθενής Low diacritics: εξασθενής Capitals: ΕΞΑΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: exasthenḗs Transliteration B: exasthenēs Transliteration C: eksasthenis Beta Code: e)casqenh/s

English (LSJ)

ές,

   A financially weak, PMasp.151.12 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ές
empobrecido, depauperado ἐ. ἀπορία καὶ ἐλαχίστη ἡμῶν περιουσία PMasp.151.12 (VI d.C.).

Greek Monolingual

(I)
ἐξασθενής, -ές (Α) ασθενής
αδύνατος οικονομικά, περιουσιακά, άπορος.———————— (II)
-ές
χημ.
1. ονομασία ατόμου, ρίζας ή ιόντος που έχει σθένος έξι, εξατομικός
2. φρ. «εξασθενή στοιχεία» — τα στοιχεία που ο αριθμός τών μονάδων τους εκφράζεται με τον αριθμό έξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σθενής (< σθένος)].