ἐξισάζω: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(6_2) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξῐσάζω''': [[κάμνω]] τι ἴσον, [[ἰσάζω]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 745. - Μέσ., [[κάμνω]] ἐμαυτὸν ἴσον, ἐν μέσῳ μεγιστάνων μὴ ἐξισάζου Ἑβδ. (Σειρ. ΑΕ΄ (ΛΒ΄) 9): - Παθ., εἶμαι [[ἴσος]], τινὶ Στράβ. 84. | |lstext='''ἐξῐσάζω''': [[κάμνω]] τι ἴσον, [[ἰσάζω]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 745. - Μέσ., [[κάμνω]] ἐμαυτὸν ἴσον, ἐν μέσῳ μεγιστάνων μὴ ἐξισάζου Ἑβδ. (Σειρ. ΑΕ΄ (ΛΒ΄) 9): - Παθ., εἶμαι [[ἴσος]], τινὶ Στράβ. 84. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξισάζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[ισιώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[θεωρώ]] τον εαυτό μου ίσο με κάποιον<br /><b>μσν.</b><br />[[φέρνω]] [[ισορροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ίσος]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐξισάζομαι</i><br />κρίνομαι, [[είμαι]] [[ίσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ισάζω]] «εξισώ» (<span style="color: red;"><</span> [[ίσος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
A make equal, τοῖς ἐνθυμήμασι τὴν λέξιν Steph.in Hp.1.57 D.; σεαυτὸν τῷ θεῷ Corp.Herm.11.20, cf. Sch.Il.13.745:—Med., make oneself equal, LXXSi.35(32).9(13).—Pass., to be equal, τῇ Ἰνδικῇ Str.2.1.31. II Act. intr., to be equal, Id.17.3.1, Hermog.Stat.1, Olymp. in Mete.158.15. 2 to be coextensive, Ascl.in Metaph.381.31, Procl.in Prm.p.857S., Dam.Pr.144; ταῦτα ἀλλήλοις ἐξισάζει Procl.in R.1.29K.
German (Pape)
[Seite 883] gleich sein, Sp.; – gleich machen, Schol. Il. 13, 745; – im pass., Strab. II p. 84.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐσάζω: κάμνω τι ἴσον, ἰσάζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 745. - Μέσ., κάμνω ἐμαυτὸν ἴσον, ἐν μέσῳ μεγιστάνων μὴ ἐξισάζου Ἑβδ. (Σειρ. ΑΕ΄ (ΛΒ΄) 9): - Παθ., εἶμαι ἴσος, τινὶ Στράβ. 84.
Greek Monolingual
ἐξισάζω (AM)
1. ισιώνω
2. μέσ. θεωρώ τον εαυτό μου ίσο με κάποιον
μσν.
φέρνω ισορροπία
αρχ.
1. είμαι ίσος
2. παθ. ἐξισάζομαι
κρίνομαι, είμαι ίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισάζω «εξισώ» (< ίσος)].