επεισηγούμαι: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(13) |
(No difference)
|
Revision as of 07:10, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἐπεισηγοῡμαι, -έομαι (Α) εισηγούμαι
εισηγούμαι, διδάσκω κάποιον κάτι («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῑς ναυτικοῑς ἐπεισηγήσασθαι», Διόδ.).