ἐπιβουλευτικός: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_10) |
(13) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβουλευτικός''': -ή, -όν, [[ἐπίβουλος]], Πτολ. Τετράβ. 66.- Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 472D. | |lstext='''ἐπιβουλευτικός''': -ή, -όν, [[ἐπίβουλος]], Πτολ. Τετράβ. 66.- Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 472D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιβουλευτικός]], -ή, -όν (AM)<br />αυτός που γίνεται με [[επιβουλή]], ο [[δόλιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A treacherous, Ptol.Tetr.66. Adv. -κῶς ib.191.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβουλευτικός: -ή, -όν, ἐπίβουλος, Πτολ. Τετράβ. 66.- Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 472D.
Greek Monolingual
ἐπιβουλευτικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που γίνεται με επιβουλή, ο δόλιος.