ἐπίλευκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(6_17)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίλευκος''': -ον, λευκὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀσπρουδερός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5.
|lstext='''ἐπίλευκος''': -ον, λευκὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀσπρουδερός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίλευκος]], -ον (Α)<br />[[υπόλευκος]], αυτός που ασπρίζει στην [[επιφάνεια]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίλευκος Medium diacritics: ἐπίλευκος Low diacritics: επίλευκος Capitals: ΕΠΙΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: epíleukos Transliteration B: epileukos Transliteration C: epilefkos Beta Code: e)pi/leukos

English (LSJ)

ον,

   A white on the surface, whitish, Thphr.HP3.7.5.

German (Pape)

[Seite 957] obenauf weiß, weißlich, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίλευκος: -ον, λευκὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀσπρουδερός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5.

Greek Monolingual

ἐπίλευκος, -ον (Α)
υπόλευκος, αυτός που ασπρίζει στην επιφάνεια.