ἐπίλευκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(6_17) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίλευκος''': -ον, λευκὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀσπρουδερός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. | |lstext='''ἐπίλευκος''': -ον, λευκὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀσπρουδερός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίλευκος]], -ον (Α)<br />[[υπόλευκος]], αυτός που ασπρίζει στην [[επιφάνεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A white on the surface, whitish, Thphr.HP3.7.5.
German (Pape)
[Seite 957] obenauf weiß, weißlich, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλευκος: -ον, λευκὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἀσπρουδερός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5.
Greek Monolingual
ἐπίλευκος, -ον (Α)
υπόλευκος, αυτός που ασπρίζει στην επιφάνεια.