ἐπιπαρασκευάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=se procurer en outre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], παρασκευάζομαι. | |btext=se procurer en outre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], παρασκευάζομαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιπαρασκευάζομαι]] (Α)<br />[[παρασκευάζω]], [[προμηθεύω]] [[κάτι]] επιπρόσθετα για τον εαυτό μου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
A provide oneself with besides, X.Cyr.6.3.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρασκευάζομαι: παρασκευάζω, προμηθεύω προσέτι δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
se procurer en outre.
Étymologie: ἐπί, παρασκευάζομαι.
Greek Monolingual
ἐπιπαρασκευάζομαι (Α)
παρασκευάζω, προμηθεύω κάτι επιπρόσθετα για τον εαυτό μου.