ἐπιπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6_19)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιπάτωρ''': -ορος, ὁ, (πᾰτὴρ) [[μητρυιός]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 26.
|lstext='''ἐπιπάτωρ''': -ορος, ὁ, (πᾰτὴρ) [[μητρυιός]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 26.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπάτωρ]], ὁ (Α)<br />[[πατρυιός]], [[μητρυιός]], [[δεύτερος]] ή [[τρίτος]] [[σύζυγος]] της μητέρας σε [[σχέση]] με τα από προηγούμενο γάμο [[παιδιά]] της.
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπάτωρ Medium diacritics: ἐπιπάτωρ Low diacritics: επιπάτωρ Capitals: ΕΠΙΠΑΤΩΡ
Transliteration A: epipátōr Transliteration B: epipatōr Transliteration C: epipator Beta Code: e)pipa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, (πατήρ)

   A stepfather, Poll.3.26.

German (Pape)

[Seite 968] ορος, ὁ, Stiefvater, Poll. 3, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπάτωρ: -ορος, ὁ, (πᾰτὴρ) μητρυιός, Πολυδ. Γ΄, 26.

Greek Monolingual

ἐπιπάτωρ, ὁ (Α)
πατρυιός, μητρυιός, δεύτερος ή τρίτος σύζυγος της μητέρας σε σχέση με τα από προηγούμενο γάμο παιδιά της.