επισκεπτήριο: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(13) |
(No difference)
|
Revision as of 07:12, 29 September 2017
Greek Monolingual
το
1. μικρό ορθογώνιο κομμάτι σκληρού χαρτιού όπου είναι γραμμένο το όνομα, η διεύθυνση και οι τίτλοι αυτού που το δίνει ή το στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο μήνυμα, πρόσκληση κ.λπ.)
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις σε στρατώνες, φυλακές, νοσοκομεία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκέπτ-ομαι + επίθημα -τήριον (πρβλ. εργασ-τήριον, σπουδασ-τήριον). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στην εφημερίδα Αμάλθεια Σμύρνης].