ἐπιπαρεμβάλλω: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπαρεμβάλλω''': [[παρεμβάλλω]] [[προσέτι]] ἢ πλησίον, ἐπιπ. φάλαγγα, παρατάττω αὐτὴν ἐκ νέου, Πολύβ. 12. 19, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἔρχομαι]] εἰς γραμμὴν μετ᾿ ἄλλων, ὁ αὐτ. 3. 115, 10., 11. 23, 4, κτλ. | |lstext='''ἐπιπαρεμβάλλω''': [[παρεμβάλλω]] [[προσέτι]] ἢ πλησίον, ἐπιπ. φάλαγγα, παρατάττω αὐτὴν ἐκ νέου, Πολύβ. 12. 19, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἔρχομαι]] εἰς γραμμὴν μετ᾿ ἄλλων, ὁ αὐτ. 3. 115, 10., 11. 23, 4, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιπαρεμβάλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρατάσσω]] [[ξανά]], [[ανασυντάσσω]] («παραγγείλαντα πᾱσιν ἐπιπαρεμβαλεῑν τήν [[φάλαγγα]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[μπαίνω]] στη [[γραμμή]] με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A re-form, ἐ. φάλαγγα Plb.12.19.6. II. intr., fall into line with others, Id.3.115.10, 11.23.5.
German (Pape)
[Seite 968] (s. βάλλω), noch dazu, von Neuem hineinwerfen; τὴν φάλαγγα, die Phalanx herstellen, Pol. 12, 19, 6. Auch intrans., noch dazu einrücken, Pol. 3, 115, 10. 11, 23, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρεμβάλλω: παρεμβάλλω προσέτι ἢ πλησίον, ἐπιπ. φάλαγγα, παρατάττω αὐτὴν ἐκ νέου, Πολύβ. 12. 19, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔρχομαι εἰς γραμμὴν μετ᾿ ἄλλων, ὁ αὐτ. 3. 115, 10., 11. 23, 4, κτλ.
Greek Monolingual
ἐπιπαρεμβάλλω (Α)
1. παρατάσσω ξανά, ανασυντάσσω («παραγγείλαντα πᾱσιν ἐπιπαρεμβαλεῑν τήν φάλαγγα», Πολ.)
2. (αμτβ.) μπαίνω στη γραμμή με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», Πολ.).