ἐπιπαρεμβάλλω
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
A re-form, ἐ. φάλαγγα Plb.12.19.6.
II. intr., fall into line with others, Id.3.115.10, 11.23.5.
German (Pape)
[Seite 968] (s. βάλλω), noch dazu, von Neuem hineinwerfen; τὴν φάλαγγα, die Phalanx herstellen, Pol. 12, 19, 6. Auch intrans., noch dazu einrücken, Pol. 3, 115, 10. 11, 23, 5.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπαρεμβάλλω: воен.
1 перестраивать (φάλαγγα Polyb.);
2 перестраиваться: ἐξ ἀσπίδος ἐ. Polyb. заходить (к неприятелю) слева.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρεμβάλλω: παρεμβάλλω προσέτι ἢ πλησίον, ἐπιπ. φάλαγγα, παρατάττω αὐτὴν ἐκ νέου, Πολύβ. 12. 19, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔρχομαι εἰς γραμμὴν μετ᾿ ἄλλων, ὁ αὐτ. 3. 115, 10., 11. 23, 4, κτλ.
Greek Monolingual
ἐπιπαρεμβάλλω (Α)
1. παρατάσσω ξανά, ανασυντάσσω («παραγγείλαντα πᾶσιν ἐπιπαρεμβαλεῖν τήν φάλαγγα», Πολ.)
2. (αμτβ.) μπαίνω στη γραμμή με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», Πολ.).