ἐπιφορικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
(6_10)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφορικός''': -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) [[σφοδρός]], [[δεινός]], ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = [[συλλογιστικός]], περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, [[τοίνυν]], τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.
|lstext='''ἐπιφορικός''': -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) [[σφοδρός]], [[δεινός]], ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = [[συλλογιστικός]], περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, [[τοίνυν]], τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφορικός]], -ή, -ὸν (Α) [[επιφορά]]<br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[σφοδρός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] ([[σύνδεσμος]])<br />β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφορικός Medium diacritics: ἐπιφορικός Low diacritics: επιφορικός Capitals: ΕΠΙΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: epiphorikós Transliteration B: epiphorikos Transliteration C: epiforikos Beta Code: e)piforiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A ἐπιφορά 11.3) impetuous, of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.Id. 2.6 ; ἐ. σχήματα Aristid.Rh.1p.494S. ; ἐ. λόγος (viz. D.21) Longin. Fr.18.    II inferential, illative, [σύνδεσμος] A.D.Conj.227.25, al. Adv. -κῶς Sch.D.T.p.65 H.    III (ἐπιφορά 111) forming the second or subsequent clause, [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12.

German (Pape)

[Seite 1001] ή, όν, heftig andringend, eindringend, λόγος, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφορικός: -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) σφοδρός, δεινός, ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = συλλογιστικός, περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.

Greek Monolingual

ἐπιφορικός, -ή, -ὸν (Α) επιφορά
1. (για ύφος λόγου) σφοδρός, δεινός
2. γραμμ. α) συμπερασματικός, συλλογιστικός (σύνδεσμος)
β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρόταση.