επιφορά

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιφορά) επιφέρω
νεοελλ.
(λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού
μσν.
(για όρκο) επιβολή
αρχ.
1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῖς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.)
2. μεταφορά για συμπλήρωση ελλείψεως («εἰς τὴν εὐκαιρίαν τοῦ τόπου καὶ τὴν ἔξωθεν ἐπιφορὰν καὶ συμπλήρωσιν τῆς εὐδαιμονίας», Πολ.)
3. εφαρμογή, επιβολή («τὴν τοῦ ἀνομοίου δόσιν καὶ ἐπιφοράν», Πλάτ.)
4. δεύτερη σειρά φαγητών
5. πρόστιμο που επιβαλλόταν όταν δεν εκτελούσε κάποιος την υπηρεσία που είχε αναλάβει στο καθορισμένο χρονικό διάστημα
6. προσήλωση («τήν τῆς αίσθήσεως ἐπιφοράν ποιεῖσθαι», Πλούτ.)
7. ποινή
8. πρόσθετη καταβολή φόρου
9. θυσία πάνω στον τάφο η οποία προσφερόταν ως δώρο προς τους νεκρούς
10. σύγκρουση
11. έφοδος, αιφνίδια επιδρομή («διακατέσχε τὴν ἐπιφορὰν τῶν ἐχθρῶν», Πολ.)
12. λογομαχία
13. (για ρἡτορα) κατηγορία
14. (για άνεμο) ορμητική και ξαφνική πνοή, φύσημα
15. χτύπημα
16. ορμητικότητα, οξύτητα στη ρητορική τέχνη
17. αύξηση με αφομοίωση της τροφής
18. ιατρ. δακρύρροια, παθολογική ροή δακρύων
19. (απλώς) άφθονη ροή δακρύων
20. (για κακοχυμία) ροή, έκχυση
21. (για ασθένεια) προσβολή
22. κλίση, ροπή, φορά
23. (ρητ.) η δεύτερη πρόταση σε μια περίοδο («πάσης διανοίας καὶ λήμματος αἵ τ’ ἀρχαὶ καὶ αἱ ἐπιφοραὶ τοιαῡταί εἰσιν», Διον. Αλ.)
24. επανάληψη
25. (ρητ.) διαδοχή προτάσεων που λήγουν στην ίδια λέξη
26. (κατά τους στωικούς) το συμπέρασμα του συλλογισμού
27. διαφιλονεικούμενο ζήτημα
28. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιφοράς
καταδίκας».