ἐριλαμπέτις: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
(6_10) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐριλαμπέτις''': ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., Μάξ. π. καταρχ. 102. | |lstext='''ἐριλαμπέτις''': ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., Μάξ. π. καταρχ. 102. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐριλαμπέτις]], ἡ (Α)<br />μτγν. ανώμαλο θηλυκό του [[ἐριλαμπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπέτις]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, pecul. fem. of sq., Max.103.
German (Pape)
[Seite 1029] αἴγλη, = Folgdm, Maxim. 102.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριλαμπέτις: ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., Μάξ. π. καταρχ. 102.
Greek Monolingual
ἐριλαμπέτις, ἡ (Α)
μτγν. ανώμαλο θηλυκό του ἐριλαμπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -λαμπέτις (< λάμπω)].