ἐριλαμπέτις: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056
(6_10)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριλαμπέτις''': ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., Μάξ. π. καταρχ. 102.
|lstext='''ἐριλαμπέτις''': ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., Μάξ. π. καταρχ. 102.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριλαμπέτις]], ἡ (Α)<br />μτγν. ανώμαλο θηλυκό του [[ἐριλαμπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπέτις]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]])].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριλαμπέτις Medium diacritics: ἐριλαμπέτις Low diacritics: εριλαμπέτις Capitals: ΕΡΙΛΑΜΠΕΤΙΣ
Transliteration A: erilampétis Transliteration B: erilampetis Transliteration C: erilampetis Beta Code: e)rilampe/tis

English (LSJ)

ἡ, pecul. fem. of sq., Max.103.

German (Pape)

[Seite 1029] αἴγλη, = Folgdm, Maxim. 102.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριλαμπέτις: ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., Μάξ. π. καταρχ. 102.

Greek Monolingual

ἐριλαμπέτις, ἡ (Α)
μτγν. ανώμαλο θηλυκό του ἐριλαμπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -λαμπέτις (< λάμπω)].