ἐριστάφυλος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(Autenrieth)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[σταφυλή]]): largeclustered, [[οἶνος]], Od. 9.111, 358.
|auten=([[σταφυλή]]): largeclustered, [[οἶνος]], Od. 9.111, 358.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριστάφυλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που [[είναι]] παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που [[είναι]] [[πλούσιος]] σε σταφύλια<br /><b>3.</b> επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[σταφυλή]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριστάφῠλος Medium diacritics: ἐριστάφυλος Low diacritics: εριστάφυλος Capitals: ΕΡΙΣΤΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: eristáphylos Transliteration B: eristaphylos Transliteration C: eristafylos Beta Code: e)rista/fulos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, of wine,

   A made of fine grapes, Od.9.111,358.    II rich in grapes, of Lesbos, Archestr.Fr.56.9 ; of Bacchus, AP9.580.6, Nonn.D.12.251.

German (Pape)

[Seite 1031] groß-, reichtraubig, οἶνος, Od. 9, 111. 358; Λέσβος, das traubenreiche, Archestr. bei Ath. II, 92 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριστάφυλος: -ον, ὡς ἐπίθετον τοῦ οἴνου, ἄμπελοι αἵ τε φέρουσιν οἶνον ἐριστάφυλον, «ἐκ τελείου καρποῦ τῆς σταφυλῆς γινόμενον» (Σχολ.), ἢ ἀπὸ μεγάλων σταφυλῶν, Ὀδ. Ι. 111, 358. ΙΙΙ. πλούσιος εἰς σταφυλάς, ἐπὶ τῆς Λέσβου, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε. ὡς ἐπίθ. τοῦ Βάκχου Ἀνθ. Π. 9. 580. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριστάφυλον· καλλιστάφυλον· πολύν. ἢ τὸν ἐξ εὐγενοῦς σταφυλῆς ἢ μεγάλης».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait avec de grosses grappes de raisin.
Étymologie: ἐρι-, σταφυλή.

English (Autenrieth)

(σταφυλή): largeclustered, οἶνος, Od. 9.111, 358.

Greek Monolingual

ἐριστάφυλος, -ον (Α)
1. (για κρασί) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια
2. (για τόπο) αυτός που είναι πλούσιος σε σταφύλια
3. επίθ. του Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + σταφυλή.