ἐρυθροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
(6_7)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρυθροειδής''': -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.
|lstext='''ἐρυθροειδής''': -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐρυθροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει κόκκινη όψη, ο [[κοκκινωπός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με τη νόσο [[ερυθρά]] («ερυθροειδές [[εξάνθημα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροειδής Medium diacritics: ἐρυθροειδής Low diacritics: ερυθροειδής Capitals: ΕΡΥΘΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: erythroeidḗs Transliteration B: erythroeidēs Transliteration C: erythroeidis Beta Code: e)ruqroeidh/s

English (LSJ)

   A f.l. for ἐλυτρο- (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1036] ές, von röthlichem Ansehen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροειδής: -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐρυθροειδής, -ές)
αυτός που έχει κόκκινη όψη, ο κοκκινωπός
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με τη νόσο ερυθρά («ερυθροειδές εξάνθημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -ειδής < είδος].